(πάγοι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπάρκτιος — ον, Α βόρειος («τῶν ὑπαρκτίων κλιμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄρκτιος «βόρειος»] … Dictionary of Greek
ὑπαρκτίων — ὑπάρκτιος towards the north masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)